- τρυφερίτσα
- η :
βγήκε στην τρυφερίτσα — он начал за девушками ухаживать (о юноше)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βγήκε στην τρυφερίτσα — он начал за девушками ухаживать (о юноше)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρυφερίτσα — η, Ν [τρυφερός] (μόνον σε φρ.) «βγήκε στην τρυφερίτσα» μτφ. (για νεαρά άτομα) μόλις άρχισε να ερωτοτροπεί, μόλις άρχισε τις ερωτοδουλειές … Dictionary of Greek
τρυφερίτσα — η μόνο στη φράση «βγήκε στην τρυφερίτσα» (για άντρα, άρχισε να ερωτοτροπεί, να γλεντά· για γυναίκα, άρχισε να ερωτοτροπεί ή και να πορνεύεται) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)